- ενοχλώ
- ενόχλησα, ενοχλήθηκα, ενοχλημένος, μτβ., προξενώ ενόχληση σε κάποιον, ταράζω την ησυχία του, στενοχωρώ, δυσαρεστώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενοχλώ — ενοχλώ, ενόχλησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. ενοχλεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
ἐνοχλῶ — ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεκουφαίνω — ενοχλώ προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο («μάς ξεκούφανες με τις φωνές σου») … Dictionary of Greek
παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… … Dictionary of Greek
διενοχλώ — διενοχλῶ ( έω) (AM) [ενοχλώ] ενοχλώ αδιάκοπα, υπερβολικά … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
παροχλώ — έω, Α παρενοχλώ, ενοχλώ επί πλέον, προκαλώ πρόσθετη ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλῶ «εμποδίζω ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσοχλώ — έω, Α ενοχλώ, δυσαρεστώ ή ταράζω κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσπαρενοχλώ — έω, Μ ενοχλώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρενοχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek